καθυπουργώ

καθυπουργώ
καθυπουργῶ, -έω (AM)
(επιτατ. τού υπουργώ) προσφέρω υπηρεσίες
μσν.
υπακούω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ὑπ-ουργῶ «υπηρετώ» < ὑπ-ουργός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”